-
1 Έχιδνα
-
2 Ἔχιδνα
-
3 έχιδνα
-
4 ἔχιδνα
-
5 ἔχιδνα
-
6 εχιδνα
ἥ1) змея, гадюка Aesch., Her. etc.2) перен. змея, злая и коварная женщина Aesch., Soph. -
7 Εχιδνα
ἡ Эхидна (дочь Тартара и Геи, кровожадное чудовище, полудева-полузмея, родившая от Тифона Химеру, многоглавого пса Ортра, стоглавого дракона, стерегшего сады Гесперид, Сфинкса, Кербера, Скиллу, Горгону, лернейскую гидру, немейского льва и коршуна, терзавшего печень Прометея; убита Аргусом) Hes., Soph., Eur., Her. -
8 ἔχιδνα
ἔχιδνα, ἡ, die Natter, Otter; von der Klytämnestra -
9 ἔχιδνα
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔχιδνα
-
10 ἔχιδνα
ἔχιδνα, ης, ἡ (Hes.; Hdt.+; Aq. Is 59:5; TestAbr A; Just., A I, 60, 2; Tat. 18, 2; Ath. 20, 3; loanw. in rabb.) snake, our texts do not permit identification of species, but the term ordinarily suggests a poisonous one: prob. vipera ammodytes, commonly known as sandviper (Diod S 4, 38, 2; Conon [I B.C./I A.D.] Fgm. 1, 8 ; Lucian, Alex. 10; Artem. 2, 13) Ac 28:3 (present-day Malta has no poisonous snakes, but Kephallenia, the site of Paul’s shipwreck as determined by HWarnecke [Romfahrt 145–56], has the species vip. ammod., Romfahrt 108–10; 152–54).—Fig. of persons (Aeschyl., Choeph. 994; Eur., Ion 1262) γεννήματα ἐχιδνῶν brood of vipers (cp. Theophyl. Sim., Ep. 73 τὰ τῆς ἐχίδνης κυήματα; AcPlCor 2:38) Mt 3:7; 12:34; 23:33; Lk 3:7.—OKeller, Die antike Tierwelt II, 1913, 284–557; NHenkel, Studien zum Physiologus im Mittelalter ’76, 181–85 (ancient sources); Pauly-W. III A 1, 1927, 494–57.—B. 194. M-M. TW. -
11 ἔχιδνα
{сущ., 5}ехидна, гадюка – ядовитая змея, укус которой смертелен для человека.Ссылки: Мф. 3:7; 12:34; 23:33; Лк. 3:7; Деян. 28:3.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔχιδνα
-
12 έχιδνα
{сущ., 5}ехидна, гадюка – ядовитая змея, укус которой смертелен для человека.Ссылки: Мф. 3:7; 12:34; 23:33; Лк. 3:7; Деян. 28:3.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > έχιδνα
-
13 έχιδνα
η прям., перен. гадюка, ехидна -
14 ἔχιδνα
ехидна, гадюка (ядовитая змея).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔχιδνα
-
15 έχιδνα
[ехидна] ουσ θ змея. -
16 ἔχιδνα
-
17 Εχίδνας
-
18 Ἐχίδνας
-
19 εχίδνας
-
20 ἐχίδνας
См. также в других словарях:
Ἔχιδνα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχιδνα — viper fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχιδνα — Βλ. λ. οχιά. * * * η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή) οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους νεοελλ. μσν. μτφ. για πρόσ.… … Dictionary of Greek
έχιδνα η ακανθώδης — (Εchidna aculeata). Θηλαστικό της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των μονοτρημάτων. Είναι ζώο με κοντά πόδια και μεγάλα νύχια, με τα οποία σκάβει το χώμα για να βρει μυρμήγκια, τερμίτες και άλλα έντομα, τα οποία συλλαμβάνει με τη… … Dictionary of Greek
έχιδνα — η φίδι δηλητηριώδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐχίδνας — Ἐχίδνᾱς , Ἔχιδνα fem acc pl Ἐχίδνᾱς , Ἔχιδνα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχίδνας — ἐχίδνᾱς , ἔχιδνα viper fem acc pl ἐχίδνᾱς , ἔχιδνα viper fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔχιδν' — Ἔχιδνα , Ἔχιδνα fem nom/voc sg Ἔχιδναι , Ἔχιδνα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχιδν' — ἔχιδνα , ἔχιδνα viper fem nom/voc sg ἔχιδναι , ἔχιδνα viper fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐχίδναι — Ἐχίδνᾱͅ , Ἔχιδνα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχίδναι — ἐχίδνᾱͅ , ἔχιδνα viper fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)