Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

η έχιδνα

См. также в других словарях:

  • Ἔχιδνα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχιδνα — viper fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχιδνα — Βλ. λ. οχιά. * * * η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή) οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους νεοελλ. μσν. μτφ. για πρόσ.… …   Dictionary of Greek

  • έχιδνα η ακανθώδης — (Εchidna aculeata). Θηλαστικό της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των μονοτρημάτων. Είναι ζώο με κοντά πόδια και μεγάλα νύχια, με τα οποία σκάβει το χώμα για να βρει μυρμήγκια, τερμίτες και άλλα έντομα, τα οποία συλλαμβάνει με τη… …   Dictionary of Greek

  • έχιδνα — η φίδι δηλητηριώδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐχίδνας — Ἐχίδνᾱς , Ἔχιδνα fem acc pl Ἐχίδνᾱς , Ἔχιδνα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχίδνας — ἐχίδνᾱς , ἔχιδνα viper fem acc pl ἐχίδνᾱς , ἔχιδνα viper fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔχιδν' — Ἔχιδνα , Ἔχιδνα fem nom/voc sg Ἔχιδναι , Ἔχιδνα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχιδν' — ἔχιδνα , ἔχιδνα viper fem nom/voc sg ἔχιδναι , ἔχιδνα viper fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐχίδναι — Ἐχίδνᾱͅ , Ἔχιδνα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχίδναι — ἐχίδνᾱͅ , ἔχιδνα viper fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»